Το χαμόγελο της Τζοκόντα 

Σαν σήμερα πριν περίπου 520 χρόνια, ξεκίνησε να φιλοτεχνείται, ίσως το πιο γνωστό, το πιο πολύ ιδωμένο και το πιο εμπορικό έργο της Ιστορίας της Τέχνης. Είτε κάποιος αγαπά την τέχνη, είτε την αγνοεί, είτε την θεωρεί ακατανόητη, η περίεργη εικόνα της Μόνα Λίζα του είναι σίγουρα γνώριμη . 

Το 1503, ο έμπορος της Φλωρεντίας Francesco del Giocondo ζητά από στον Leonardo Da Vinci  να ζωγραφίσει το πορτρέτο της συζύγου του Lisa del Giocondo, για να κοσμήσει το νέο τους σπίτι. Παρόλο που ο εντολέας ήταν εύπορος και η γνωστός στην πόλη, για τον Da Vinci αυτή η παραγγελία δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Δουλεύει το έργο για περίπου τέσσερα χρόνια και δεν το παραδίδει στον ιδιοκτήτη του. Σύμφωνα με τα γραπτά του Giorgio Vasari, το έργο μένει ημιτελές. Όπως αναφέρει, για τον Da Vinci, το να αφήνει ημιτελή τα έργα του αποτελούσε πάγια πρακτική. Έτσι, αρκετά χρόνια μετά και αφού έχει εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, μετά από πρόταση του βασιλιά Φραγκίσκου Α΄, το 1516, ο Da Vinci αρχίζει να ξαναδουλεύει τον πίνακα για περίπου τρία χρόνια, έως το θάνατο του, το 1519. Ο βασιλιάς αγοράζει τον πίνακα και τον τοποθετεί στο παλάτι του Fontainebleau. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο γνωστός σε όλους μας Λουδοβίκος ΙΔ’ μετακινεί τον πίνακα στα νέα ανάκτορα των Βερσαλλιών, όπου και παραμένει μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση. Ο πίνακας, τότε, μεταφέρεται στο Λούβρο, όμως ο Ναπολέων ζητά να τοποθετήσουν την Μόνα Λίζα στο υπνοδωμάτιό του στο Παλάτι του Κεραμεικού. Μετά την καθαίρεση του, ο πίνακας επιστρέφει και πάλι στο Μουσείο του Λούβρου. 

Η σύνθεση του πίνακα, η παλέτα των χρωμάτων, η έμφαση στις λεπτομέρειες του προσώπου και του σώματος της, έχουν θέσει το έργο στην κορυφή των αριστουργημάτων στον τομέα των προσωπογραφιών στην Ιστορία της Τέχνης. Όμως αυτό που έχει δημιουργήσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το χαμόγελο της εικονιζόμενης. Σύμφωνα με τα κείμενα του Vasari, ο Da Vinci είχε προσλάβει γελωτοποιούς για να διασκεδάζουν τη Μόνα Λίζα, έτσι ώστε να γελάει φυσικά κατά τη διάρκεια που τη ζωγράφιζε. Παρόλα αυτά, όλοι αναρωτιούνται έως σήμερα, για το αποτέλεσμα που έφερε αυτή η πρακτική. Το χαμόγελο της είναι τόσο ανεπαίσθητο, που μοιάζει βεβιασμένο. Περισσότερο αμηχανία φέρνει στο θεατή παρά χαρά. Σκέφτεται κανείς κοιτάζοντας την, αν πίσω από αυτήν την εικόνα κρύβεται θλίψη, περιέργεια, χαρά ή κάποιο άλλο συναίσθημα. Ο Sigmund Freud, μάλιστα,  αναφέρει στη ψυχαναλυτική του έρευνα για το έργο, ότι πίσω από το πρόσωπο της Μόνα Λίζα και από το ιδιαίτερο χαμόγελό της κρύβεται μια ανάμνηση της μητέρας του ζωγράφου. 

Η ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας αποδίδεται, μόλις το 2005 από έναν ερευνητή στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, μέσω ενός σημειώματος του 1503. Ωστόσο, η μεγάλη φήμη του πίνακα αρχίζει να χτίζεται το 1911 με την κλοπή του από το Μουσείο του Λούβρου. Κατά τη διάρκεια του τυπικού ελέγχου ενός από τους φύλακες, παρατηρείται ότι ο πίνακας λείπει. Το μουσείο κλείνει για μια ολόκληρη εβδομάδα και οι έρευνες ξεκινούν. 

Βασικός ύποπτος θεωρείται ο συγγραφέας Guillaume Apollinaire, ο οποίος ανακρίνεται και φυλακίζεται. Οι υποψίες των αρχών πέφτουν πάνω στον Pablo Picasso, ο οποίος ανακρίνεται. Λίγο αργότερα απαλλάσσονται και οι δύο από τις κατηγορίες, ελλείψει στοιχείων. Δύο χρόνια αργότερα, αποκαλύπτεται επιτέλους ο πραγματικός δράστης, ονόματι Vincenzo Peruggia, ο οποίος ήταν υπάλληλος του Λούβρου. Ο Peruggia, ως Ιταλός πατριώτης, θεωρούσε πως ο πίνακας ήταν περιουσία της χώρας του και έπρεπε να επιστραφεί εκεί που ανήκει. Έτσι, αποφάσισε να τον πάρει, κρύφτηκε καθόλη τη διάρκεια της ημέρας της κλοπής σε κάποια ντουλάπα του μουσείου, και βγήκε από εκεί μονάχα το βράδυ μετά το κλείσιμο, κρατώντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του. Κράτησε τον πίνακα για περίπου δύο χρόνια στο διαμέρισμά του. Συνελήφθη όταν προσπάθησε να τον πουλήσει από τους διοικητές της πινακοθήκης Uffici της Φλωρεντίας. Ο πίνακας επεστράφη στο Λούβρο το 1913. 

Το μόνο σίγουρο είναι, ότι η ιστορία αλλά και η ίδια η εικονιζόμενη γυναίκα αποτελούν έως σήμερα πηγή έμπνευσης, ανάλυσης και μελέτης για την τέχνη και την ιστορία. Σε όλο τον κόσμο, η φράση “το χαμόγελο της Τζοκόντα” αναφέρεται σε μία και μοναδική εικόνα, αυτή του πίνακα. Η αναγνωρισιμότητα του έργου αυτού, ίσως δεν έχει αποδοθεί ποτέ ξανά σε κανένα άλλο και οι ουρές επισκεπτών καθημερινά στο Μουσείου του Λούβρου και μπροστά στο έργο, μαρτυρούν το μεγαλείο αυτού του τεράστιου καλλιτέχνη και επιστήμονα που το φιλοτέχνησε. 

Βρείτε βιβλία για μικρούς και μεγάλους που εξηγούν τη ζωή και το έργο του Leonardo Da Vinci.